Definify.com
Definition 2024
έλλειμμα
έλλειμμα
Greek
Noun
έλλειμμα • (élleimma) n (plural ελλείμματα)
- (finance) deficit
Declension
declension of έλλειμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έλλειμμα | ελλείμματα |
genitive | ελλείμματος | ελλειμμάτων |
accusative | έλλειμμα | ελλείμματα |
vocative | έλλειμμα | ελλείμματα |
Related terms
- ελλειμματικός (elleimmatikós, “deficient”)
Antonyms
- πλεόνασμα n (pleónasma, “surplus”)