Definify.com
Definition 2024
έμφραγμα
έμφραγμα
Greek
Noun
έμφραγμα • (émfragma) n (plural εμφράγματα)
Declension
declension of έμφραγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έμφραγμα | εμφράγματα |
genitive | εμφράγματος | εμφραγμάτων |
accusative | έμφραγμα | εμφράγματα |
vocative | έμφραγμα | εμφράγματα |
Synonyms
- καρδιακή προσβολή f (kardiakí prosvolí)
Related terms
- έμφραγμα του μυοκαρδίου n (émfragma tou myokardíou, “myocardial infarction”)
External links
- Έμφραγμα του μυοκαρδίου on the Greek Wikipedia.Wikipedia el