Definify.com
Definition 2024
ένσταση
ένσταση
Greek
Noun
ένσταση • (énstasi) f (plural ενστάσεις)
Declension
declension of ένσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ένσταση | ενστάσεις |
genitive | ένστασης / ενστάσεως | ενστάσεων |
accusative | ένσταση | ενστάσεις |
vocative | ένσταση | ενστάσεις |