Definify.com
Definition 2024
ένταξη
ένταξη
See also: εντάξει
Greek
Noun
ένταξη • (éntaxi) f (plural εντάξεις)
Declension
declension of ένταξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ένταξη | εντάξεις |
genitive | ένταξης / εντάξεως | εντάξεων |
accusative | ένταξη | εντάξεις |
vocative | ένταξη | εντάξεις |