Greek
Noun
έντερο • (éntero) n (plural έντερα)
- intestine
Declension
Derived terms
- γαστρεντερικός (gastrenterikós)
- γαστρεντερίτιδα (gastrenterítida)
- γαστρεντερολογία (gastrenterología)
- γαστρεντερολόγος (gastrenterológos)
- γαστροεντερο- (gastroentero-)
- γαστρεντερο- (gastrentero-)
- δυσεντερία (dysentería)
- εντεραλγία (enteralgía)
- εντερεκτομή (enterektomí)
|
|
- εντερικός (enterikós)
- εντέρινος (entérinos)
- εντερίτιδα (enterítida)
- εντερο- (entero-)
- εντεροκολίτιδα (enterokolítida)
- εντερολιθίαση (enterolithíasi)
- εντεροπάθεια (enteropátheia)
- χαλκέντερος (chalkénteros)
|