Definify.com
Definition 2024
έντομα
έντομα
See also: ἔντομα
Greek
Noun
έντομα • (éntoma) n
- Nominative plural form of έντομο (éntomo).
- Accusative plural form of έντομο (éntomo).
- Vocative plural form of έντομο (éntomo).
έντομα • (éntoma) n