Definify.com
Definition 2024
ήλεκτρο
ήλεκτρο
Greek
Noun
ήλεκτρο • (ílektro) n (plural ήλεκτρα)
Declension
declension of ήλεκτρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ήλεκτρο | ήλεκτρα |
genitive | ήλεκτρου | ήλεκτρων |
accusative | ήλεκτρο | ήλεκτρα |
vocative | ήλεκτρο | ήλεκτρα |
Synonyms
- (amber): κεχριμπάρι n (kechrimpári) (everyday term)
Related terms
- see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
External links
- Κεχριμπάρι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el