Definify.com
Definition 2024
αίτηση
αίτηση
Greek
Noun
αίτηση • (aítisi) f (plural αιτήσεις)
- request
- application
- συμπληρώστε την αίτηση ― sympliróste tin aítisi ― fill in the application form
- petition
Declension
declension of αίτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αίτηση | αιτήσεις |
genitive | αίτησης / αιτήσεως | αιτήσεων |
accusative | αίτηση | αιτήσεις |
vocative | αίτηση | αιτήσεις |