Definify.com
Definition 2024
αβεβαιότητα
αβεβαιότητα
Greek
Noun
αβεβαιότητα • (avevaiótita) f (plural αβεβαιότητες)
Declension
declension of αβεβαιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αβεβαιότητα | αβεβαιότητες |
genitive | αβεβαιότητας | αβεβαιοτήτων |
accusative | αβεβαιότητα | αβεβαιότητες |
vocative | αβεβαιότητα | αβεβαιότητες |
Related terms
- see: αβέβαιος (avévaios, “uncertain”)
Antonyms
- βεβαιότητα f (vevaiótita, “certainty”)