Definify.com
Definition 2024
αβλέπτημα
αβλέπτημα
Greek
Noun
αβλέπτημα • (avléptima) n (plural αβλεπτήματα)
Declension
declension of αβλέπτημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αβλέπτημα | αβλεπτήματα |
genitive | αβλεπτήματος | αβλεπτημάτων |
accusative | αβλέπτημα | αβλεπτήματα |
vocative | αβλέπτημα | αβλεπτήματα |
Related terms
Synonyms
- παρόραμα n (parórama)