Definify.com

Definition 2024


αγαλματίδιο

αγαλματίδιο

Greek

Noun

αγαλματίδιο (agalmatídio) n (plural αγαλματίδια)

  1. diminutive of άγαλμα (ágalma): statuette, figurine

Declension

Synonyms

Related terms