Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αγαλματοποιεία
αγαλματοποιεία
Greek
Noun
αγαλματοποιεία
•
(
agalmatopoieía
)
n
Nominative
,
accusative
and
vocative
plural
form of
αγαλματοποιείο
(
agalmatopoieío
)
.
Similar Results