Definify.com
Definition 2024
αγαπητικέ
αγαπητικέ
Greek
Adjective
αγαπητικέ • (agapitiké)
- Vocative masculine singular form of αγαπητικός (agapitikós).
Noun
αγαπητικέ • (agapitiké) m
- Vocative singular form of αγαπητικός (agapitikós).
αγαπητικέ • (agapitiké)
αγαπητικέ • (agapitiké) m