Definify.com
Definition 2024
αγαρμποσύνη
αγαρμποσύνη
Greek
Noun
αγαρμποσύνη • (agarmposýni) f (plural αγαρμποσύνες)
Declension
declension of αγαρμποσύνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγαρμποσύνη | αγαρμποσύνες |
genitive | αγαρμποσύνης | αγαρμποσυνών |
accusative | αγαρμποσύνη | αγαρμποσύνες |
vocative | αγαρμποσύνη | αγαρμποσύνες |
Synonyms
- αγαρμπιά f (agarmpiá)
Related terms
- see: άγαρμπος (ágarmpos, “clumsy”)