Definify.com
Definition 2024
αγγειογραφία
αγγειογραφία
Greek
Noun
αγγειογραφία • (angeiografía) f (plural αγγειογραφίες)
- painting or decoration on ceramic vessel
- (medicine) angiography
- angiogram, angiograph, arteriogram, arteriograph
Declension
declension of αγγειογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειογραφία | αγγειογραφίες |
genitive | αγγειογραφίας | αγγειογραφιών |
accusative | αγγειογραφία | αγγειογραφίες |
vocative | αγγειογραφία | αγγειογραφίες |
Related terms
- see: αγγείο n (angeío, “pot, jar”)