Definify.com
Definition 2024
αγγειολαβίδα
αγγειολαβίδα
Greek
Noun
αγγειολαβίδα • (angeiolavída) f (plural αγγειολαβίδες)
Declension
declension of αγγειολαβίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειολαβίδα | αγγειολαβίδες |
genitive | αγγειολαβίδας | αγγειολαβίδων |
accusative | αγγειολαβίδα | αγγειολαβίδες |
vocative | αγγειολαβίδα | αγγειολαβίδες |
Related terms
- see: αγγειολογία f (angeiología, “angiology”)
- and see: αγγείο n (angeío, “blood vessel, pot”) for pottery related terms