Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αγγινάρα
αγγινάρα
Greek
Noun
αγγινάρα
•
(
anginára
)
f
(
plural
αγγινάρες
)
Alternative form of
αγκινάρα
(
ankinára
)
Declension
declension of
αγγινάρα
singular
plural
nominative
αγγινάρα
αγγινάρες
genitive
αγγινάρας
αγγιναρών
accusative
αγγινάρα
αγγινάρες
vocative
αγγινάρα
αγγινάρες
Similar Results