Definify.com

Definition 2024


αγγλικανικά

αγγλικανικά

Greek

Adjective

αγγλικανικά (anglikaniká)

  1. Nominative neuter plural form of αγγλικανικός (anglikanikós).
  2. Accusative neuter plural form of αγγλικανικός (anglikanikós).
  3. Vocative neuter plural form of αγγλικανικός (anglikanikós).