Definify.com
Definition 2024
αγγλικανικοί
αγγλικανικοί
Greek
Adjective
αγγλικανικοί • (anglikanikoí)
- Nominative masculine plural form of αγγλικανικός (anglikanikós).
- Vocative masculine plural form of αγγλικανικός (anglikanikós).
αγγλικανικοί • (anglikanikoí)