Definify.com
Definition 2024
αγελαδοκόμος
αγελαδοκόμος
Greek
Noun
αγελαδοκόμος • (ageladokómos) m f (plural αγελαδοκόμοι)
Declension
declension of αγελαδοκόμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγελαδοκόμος | αγελαδοκόμοι |
genitive | αγελαδοκόμου | αγελαδοκόμων |
accusative | αγελαδοκόμο | αγελαδοκόμους |
vocative | αγελαδοκόμε | αγελαδοκόμοι |
Related terms
- αγελαδοτρόφος (ageladotrófos, “cattle farmer”)
- and see: αγέλη f (agéli, “herd”)