Definify.com
Definition 2024
αγεωμέτρητου
αγεωμέτρητου
Greek
Adjective
αγεωμέτρητου • (ageométritou)
- Genitive masculine singular form of αγεωμέτρητος (ageométritos).
- Genitive neuter singular form of αγεωμέτρητος (ageométritos).
αγεωμέτρητου • (ageométritou)