Definify.com
Definition 2024
αγιογράφος
αγιογράφος
Greek
Noun
αγιογράφος • (agiográfos) m (plural αγιογράφοι)
Declension
declension of αγιογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγιογράφος | αγιογράφοι |
genitive | αγιογράφου | αγιογράφων |
accusative | αγιογράφο | αγιογράφους |
vocative | αγιογράφε | αγιογράφοι |
Related terms
- see: αγιογραφία f (agiografía, “icon, hagiography”)