Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
αγκράφα
αγκράφα
Greek
Noun
αγκράφα
•
(
ankráfa
)
f
(
plural
αγκράφες
)
buckle
(
of a belt
)
fastener
for
clothing
Declension
declension of
αγκράφα
singular
plural
nominative
αγκράφα
αγκράφες
genitive
αγκράφας
αγκραφών
accusative
αγκράφα
αγκράφες
vocative
αγκράφα
αγκράφες
Similar Results