Definify.com
Definition 2024
αγκυροβόλημα
αγκυροβόλημα
Greek
Noun
αγκυροβόλημα • (ankyrovólima) n (plural αγκυροβόληματα)
- (nautical) anchoring, mooring (the process)
- (figuratively) settling down
Declension
declension of αγκυροβόλημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκυροβόλημα | αγκυροβολήματα |
genitive | αγκυροβολήματος | αγκυροβολημάτων |
accusative | αγκυροβόλημα | αγκυροβολήματα |
vocative | αγκυροβόλημα | αγκυροβολήματα |
Synonyms
- αγκυροβόληση f (ankyrovólisi)
- αγκυροβία f (ankyrovía)
Coordinate terms
- see: άγκυρα f (ánkyra, “anchor”)
- and see: αγκυροβολώ (ankyrovoló, “to anchor”)