Definify.com
Definition 2024
αγνωστικίστρια
αγνωστικίστρια
Greek
Noun
αγνωστικίστρια • (agnostikístria) f (plural αγνωστικίστριες, masculine αγνωστικιστής or αγνωστικός)
Declension
declension of αγνωστικίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγνωστικίστρια | αγνωστικίστριες |
genitive | αγνωστικίστριας | αγνωστικιστριών |
accusative | αγνωστικίστρια | αγνωστικίστριες |
vocative | αγνωστικίστρια | αγνωστικίστριες |
Related terms
- see: αγνωστικός m (agnostikós, “agnostic”)