Definify.com
Definition 2024
αγοροκόριτσο
αγοροκόριτσο
Greek
Noun
αγοροκόριτσο • (agorokóritso) n (plural αγοροκόριτσα)
Declension
declension of αγοροκόριτσο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγοροκόριτσο | αγοροκόριτσα |
genitive | αγοροκόριτσου | αγοροκόριτσων |
accusative | αγοροκόριτσο | αγοροκόριτσα |
vocative | αγοροκόριτσο | αγοροκόριτσα |
Synonyms
- (rare): αγορίνα f (agorína)
Related terms
- see: κορίτσι n (korítsi, “girl”)