Definify.com
Definition 2024
αγρίεμα
αγρίεμα
Greek
Noun
αγρίεμα • (agríema) n (plural αγριέματα)
Declension
declension of αγρίεμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγρίεμα | αγριέματα |
genitive | αγριέματος | αγριεμάτων |
accusative | αγρίεμα | αγριέματα |
vocative | αγρίεμα | αγριέματα |
Related terms
- see: άγριος (ágrios, “wild, fierce”)