Definify.com
Definition 2024
αγριοκάτσικο
αγριοκάτσικο
Greek
Noun
αγριοκάτσικο • (agriokátsiko) n (plural αγριοκάτσικα)
- ibex, wild goat
- (figuratively) unsociable or ill behaved man
Declension
declension of αγριοκάτσικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριοκάτσικο | αγριοκάτσικα |
genitive | αγριοκάτσικου | αγριοκάτσικων |
accusative | αγριοκάτσικο | αγριοκάτσικα |
vocative | αγριοκάτσικο | αγριοκάτσικα |
Synonyms
Related terms
- see: κατσίκι n (katsíki, “goat”)
- κρι-κρι n (kri-kri, “Cretan ibex”)
See also
- αγριοκάτσικο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el