Definify.com
Definition 2024
αγριομέλισσα
αγριομέλισσα
Greek
Noun
αγριομέλισσα • (agriomélissa) f (plural αγριομέλισσες)
Declension
declension of αγριομέλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριομέλισσα | αγριομέλισσες |
genitive | αγριομέλισσας | αγριομελισσών |
accusative | αγριομέλισσα | αγριομέλισσες |
vocative | αγριομέλισσα | αγριομέλισσες |
Synonyms
- βόμβος m (vómvos)