Definify.com
Definition 2025
αγριοράδικο
αγριοράδικο
Greek
Alternative forms
- αγριοραδίκι n (agrioradíki)
Noun
αγριοράδικο • (agriorádiko) n (plural αγριοράδικα)
Declension
declension of αγριοράδικο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγριοράδικο | αγριοράδικα |
| genitive | αγριοράδικου | αγριοράδικων |
| accusative | αγριοράδικο | αγριοράδικα |
| vocative | αγριοράδικο | αγριοράδικα |
Synonyms
- δανδελίων m (dandelíon)
- κιχώρι n (kichóri)
- πικραλίδα f (pikralída)
- πικροράδικο n (pikrorádiko)
- ταραξάκον n (taraxákon)