Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αγριοραδικιού
αγριοραδικιού
Greek
Noun
αγριοραδικιού
•
(
agrioradikioú
)
n
Genitive
singular
form of
αγριοραδίκι
(
agrioradíki
)
.
Similar Results