Definify.com
Definition 2024
αγριόγαλλος
αγριόγαλλος
Greek
Noun
αγριόγαλλος • (agriógallos) m (plural αγριόγαλλοι)
- Alternative form of αγριόγαλος (agriógalos)
Declension
declension of αγριόγαλλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριόγαλλος | αγριόγαλλοι |
genitive | αγριόγαλλου | αγριόγαλλων |
accusative | αγριόγαλλο | αγριόγαλλους |
vocative | αγριόγαλλε | αγριόγαλλοι |