Definify.com
Definition 2024
αγροκαλλιέργεια
αγροκαλλιέργεια
Greek
Noun
αγροκαλλιέργεια • (agrokalliérgeia) f
- agriculture
- αστική αγροκαλλιέργεια
- urban agriculture
- αστική αγροκαλλιέργεια
Declension
declension of αγροκαλλιέργεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγροκαλλιέργεια | αγροκαλλιέργειες |
genitive | αγροκαλλιέργειας | αγροκαλλιεργειών |
accusative | αγροκαλλιέργεια | αγροκαλλιέργειες |
vocative | αγροκαλλιέργεια | αγροκαλλιέργειες |
Related terms
- see: αγρός m (agrós, “field”)