Definify.com
Definition 2024
αγωγιάτης
αγωγιάτης
Greek
Noun
αγωγιάτης • (agogiátis) m (plural αγωγιάτες, feminine αγωγιάτισσα)
Declension
declension of αγωγιάτης
Related terms
- see: αγωγός m (agogós, “pipe, conductor”)
αγωγιάτης • (agogiátis) m (plural αγωγιάτες, feminine αγωγιάτισσα)