Definify.com
Definition 2024
αγωνιστικότητα
αγωνιστικότητα
Greek
Noun
αγωνιστικότητα • (agonistikótita) f (uncountable)
Declension
declension of αγωνιστικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγωνιστικότητα | αγωνιστικότητες |
genitive | αγωνιστικότητας | αγωνιστικοτήτων |
accusative | αγωνιστικότητα | αγωνιστικότητες |
vocative | αγωνιστικότητα | αγωνιστικότητες |
Related terms
- see: αγώνας m (agónas, “struggle, match”)