Definify.com
Definition 2025
αγωνιστικότητα
αγωνιστικότητα
Greek
Noun
αγωνιστικότητα • (agonistikótita) f (uncountable)
Declension
declension of αγωνιστικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγωνιστικότητα | αγωνιστικότητες |
| genitive | αγωνιστικότητας | αγωνιστικοτήτων |
| accusative | αγωνιστικότητα | αγωνιστικότητες |
| vocative | αγωνιστικότητα | αγωνιστικότητες |
Related terms
- see: αγώνας m (agónas, “struggle, match”)