Definify.com
Definition 2024
αγόρευση
αγόρευση
Greek
Noun
αγόρευση • (agórefsi) f (plural αγόρευσες)
Declension
declension of αγόρευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγόρευση | αγορεύσεις |
genitive | αγόρευσης / αγορεύσεως | αγορεύσεων |
accusative | αγόρευση | αγορεύσεις |
vocative | αγόρευση | αγορεύσεις |
Synonyms
- λόγος m (lógos)
Related terms
- αγορεύω (agorévo, “to make a speech”)
- αγορητής m (agoritís, “orator”)
- αγορήτρια f (agorítria, “orator”)
- see also: αγορά f (agorá, “market, bazaar”)