Definify.com
Definition 2024
αδεκαρία
αδεκαρία
Greek
Noun
αδεκαρία • (adekaría) f (plural αδεκαρίες)
Declension
declension of αδεκαρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδεκαρία | αδεκαρίες |
genitive | αδεκαρίας | αδεκαριών |
accusative | αδεκαρία | αδεκαρίες |
vocative | αδεκαρία | αδεκαρίες |
Synonyms
Related terms
- αδέκαρος (adékaros, “penniless”)
See also
- ανεπάρκεια (anepárkeia, “shortage, scantness”)