Definify.com
Definition 2025
αδελφογαμία
αδελφογαμία
Greek
Noun
αδελφογαμία • (adelfogamía) f
Declension
declension of αδελφογαμία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδελφογαμία | αδελφογαμίες |
genitive | αδελφογαμίας | αδελφογαμιών |
accusative | αδελφογαμία | αδελφογαμίες |
vocative | αδελφογαμία | αδελφογαμίες |
Related terms
- see: αδελφός m (adelfós, “brother”)