Definify.com
Definition 2024
αδελφομίκτης
αδελφομίκτης
Greek
Noun
αδελφομίκτης • (adelfomíktis) m (plural αδελφομίκτες)
Declension
declension of αδελφομίκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδελφομίκτης | αδελφομίκτες |
genitive | αδελφομίκτη | αδελφομικτών |
accusative | αδελφομίκτη | αδελφομίκτες |
vocative | αδελφομίκτη | αδελφομίκτες |
Related terms
- αδελφομιξία f (adelfomixía, “incest”)
- and see: αδελφός m (adelfós, “brother”)