Definify.com
Definition 2025
αεριώθηση
αεριώθηση
Greek
Noun
αεριώθηση • (aerióthisi) f (plural αεριωθήσεις)
Declension
declension of αεριώθηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αεριώθηση | αεριωθήσεις |
| genitive | αεριώθησης / αεριωθήσεως | αεριωθήσεων |
| accusative | αεριώθηση | αεριωθήσεις |
| vocative | αεριώθηση | αεριωθήσεις |
Synonyms
- αεριοπροώθηση f (aerioproóthisi)
Related terms
- αεριωθούμενο n (aeriothoúmeno, “jet”)