Definify.com
Definition 2024
αεροβικό
αεροβικό
Greek
Adjective
αεροβικό • (aerovikó)
- Accusative masculine singular form of αεροβικός (aerovikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αεροβικός (aerovikós).
αεροβικό • (aerovikó)