Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αεροδιαδρόμους
αεροδιαδρόμους
Greek
Noun
αεροδιαδρόμους
•
(
aerodiadrómous
)
m
Accusative
plural
form of
αεροδιάδρομος
(
aerodiádromos
)
.
Similar Results