Definify.com
Definition 2024
αεροδυναμικό
αεροδυναμικό
Greek
Adjective
αεροδυναμικό • (aerodynamikó)
- Accusative masculine singular form of αεροδυναμικός (aerodynamikós).
- Nominative neuter singular form of αεροδυναμικός (aerodynamikós).
- Accusative neuter singular form of αεροδυναμικός (aerodynamikós).
- Vocative neuter singular form of αεροδυναμικός (aerodynamikós).