Definify.com
Definition 2025
αερομοντελισμός
αερομοντελισμός
Greek
Noun
αερομοντελισμός • (aeromontelismós) m (plural αερομοντελισμοί)
Declension
declension of αερομοντελισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερομοντελισμός | αερομοντελισμοί |
genitive | αερομοντελισμού | αερομοντελισμών |
accusative | αερομοντελισμό | αερομοντελισμούς |
vocative | αερομοντελισμέ | αερομοντελισμοί |
Related terms
- see: αερομοντέλο n (aeromontélo, “model aircraft”)