Definify.com
Definition 2024
αερόθερμο
αερόθερμο
Greek
Noun
αερόθερμο • (aeróthermo) n (plural αερόθερμα)
Declension
declension of αερόθερμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερόθερμο | αερόθερμα |
genitive | αερόθερμου | αερόθερμων |
accusative | αερόθερμο | αερόθερμα |
vocative | αερόθερμο | αερόθερμα |