Definify.com
Definition 2024
αερόλιθος
αερόλιθος
Greek
Noun
αερόλιθος • (aerólithos) m (plural αερόλιθοι)
Declension
declension of αερόλιθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερόλιθος | αερόλιθοι |
genitive | αερολίθου | αερολίθων |
accusative | αερόλιθο | αερολίθους |
vocative | αερόλιθε | αερόλιθοι |
Synonyms
- μετεωρίτης m (meteorítis, “meteorite”)
External links
- μετεωρίτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el