Definify.com
Definition 2024
αθλητικογράφος
αθλητικογράφος
Greek
Noun
αθλητικογράφος • (athlitikográfos) m, f (plural αθλητικογράφοι)
Declension
declension of αθλητικογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αθλητικογράφος | αθλητικογράφοι |
genitive | αθλητικογράφου | αθλητικογράφων |
accusative | αθλητικογράφο | αθλητικογράφους |
vocative | αθλητικογράφε | αθλητικογράφοι |
Related terms
- see: άθλημα n (áthlima, “sport”)