Definify.com
Definition 2024
αθλητισμός
αθλητισμός
Greek
Noun
αθλητισμός • (athlitismós) m (plural αθλητισμοί)
Declension
declension of αθλητισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αθλητισμός | αθλητισμοί |
genitive | αθλητισμού | αθλητισμών |
accusative | αθλητισμό | αθλητισμούς |
vocative | αθλητισμέ | αθλητισμοί |
Synonyms
Related terms
- see: άθλημα n (áthlima, “sport”)
External links
- αθλητισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el