Definify.com
Definition 2024
αθλιότητα
αθλιότητα
Greek
Noun
αθλιότητα • (athliótita) f (plural αθλιότητες)
Declension
declension of αθλιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αθλιότητα | αθλιότητες |
genitive | αθλιότητας | αθλιοτήτων |
accusative | αθλιότητα | αθλιότητες |
vocative | αθλιότητα | αθλιότητες |
Related terms
- άθλιος (áthlios, “miserable, squalid”)