Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αθωότητα
αθωότητα
Greek
Noun
αθωότητα
•
(
athoótita
)
f
(
plural
αθωότητες
)
innocence
,
lack
of
guilt
naivety
,
innocence
Declension
declension of
αθωότητα
singular
plural
nominative
αθωότητα
αθωότητες
genitive
αθωότητας
αθωοτήτων
accusative
αθωότητα
αθωότητες
vocative
αθωότητα
αθωότητες
Synonyms
(
naivety
)
:
αγνότητα
f
(
agnótita
)
(
naivety
)
:
αφέλεια
f
(
aféleia
)
Related terms
see:
αθώος
(
athóos
,
“
innocent
”
)
Similar Results